- πέπτωκα
- πίπτωExc. ex libris Herodianiperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεπτώκασ' — πεπτώκᾱσι , πίπτω Exc. ex libris Herodiani perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπτώκασι — πεπτώκᾱσι , πίπτω Exc. ex libris Herodiani perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπτώκασιν — πεπτώκᾱσιν , πίπτω Exc. ex libris Herodiani perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέπτωχ' — πέπτωκα , πίπτω Exc. ex libris Herodiani perf ind act 1st sg πέπτωκε , πίπτω Exc. ex libris Herodiani perf imperat act 2nd sg πέπτωκε , πίπτω Exc. ex libris Herodiani perf ind act 3rd sg πέπτωχα , πτώσσω shrink from perf ind act 1st sg πέπτωχε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
pet-2, petǝ- : ptē-, ptō- (Gk. ptā-) — pet 2, petǝ : ptē , ptō (Gk. ptā ) English meaning: to fall; to fly Deutsche Übersetzung: “auf etwas los or niederstũrzen, fliegen, fallen” Material: O.Ind. pátati “flies, wirft sich, fällt” (= πέτομαι, Lat. petō, O.Welsh… … Proto-Indo-European etymological dictionary
τάραγμα — το, ΝΑ, και τάραμα Ν [ταράσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταράζω, ψυχική αναστάτωση, ταραχή (α. «όταν άκουσε τα νέα μου τόν έπιασε τάραγμα» β. «ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ», Ευρ.) νεοελλ. 1. ανακίνηση, ανακάτεμα 2.… … Dictionary of Greek